- χρησμός
- ο, ΝΜΑ, και σε επιγρ. χρησζμός Ααπάντηση μαντείου, προφητεία για τα μέλλοντανεοελλ.μτφ. διφορούμενη και ασαφής έκφρασηαρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) α) «τιμωρία»β) (στην αιτ.) χρησμόν«κλύδωνα»2. φρ. α) «εὔτεκνοι χρησμοί» — προφητείες σχετικές με ευτεκνία (Ευρ.)β) «χρησμὸς περαίνεται» — ο χρησμός πραγματοποιείται, εκπληρώνεται (Ευρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή* «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -μός (πρβλ. διωγ-μός, ψαλ-μός), και εμφανίζει δυσερμήνευτο -σ- (για τη μορφή και τη σημ. τού τ. βλ. και λ. χρή)].
Dictionary of Greek. 2013.